- τυνταλισμός
- και τυνδαλ(λ)ισμός, ο, Ν(φαρμ.) μέθοδος αποστείρωσης που συνίσταται σε διακοπτόμενες θερμάνσεις, με χαμηλή σχετικά θερμοκρασία, τις οποίες ακολουθούν ψύξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tyndallisation, από το όν. τού Βρετανού φυσικού John Tyndall, που πρωτοεφάρμοσε τη μέθοδο αυτή].
Dictionary of Greek. 2013.